- μπαγκαδόρος
- ο см. μπαγκιέρης 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαγκαδόρος — και μπανκαδόρος, ο (στη χαρτοπαιξία) αυτός που κάνει ή έχει τη μπάγκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάγκα / μπάνκα + κατάλ. δόρος (πρβλ. κολπα δόρος, τρακα δόρος)]· … Dictionary of Greek
μπαγκέρης — και μπανκέρης, ο 1. τραπεζίτης 2. (στη χαρτοπαιξία) αυτός που διευθύνει το παιχνίδι, ο μπαγκαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banchiere (βλ. λ. μπάγκα)] … Dictionary of Greek
ταλιαδόρος — και ταγιαδόρος, ο, Ν μπαγκέρης, μπαγκαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. tagliador] … Dictionary of Greek
τζογαδόρος — ο, Ν 1. αυτός που κόβει τα χαρτιά, μπαγκαδόρος 2. συστηματικός, μανιώδης χαρτοπαίκτης 3. (παροιμ. φρ.) «τού τζογαδόρου η μάνα μια μέρα γελά και μια μέρα κλαίει» δηλώνει ότι τα κέρδη από τα τυχερά παιχνίδια είναι εφήμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek